- κάτσαρα
- ταφρύγανα, ξερόκλαδα.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ακανθηρός, όπως και το κατσαρός (βλ.λ.)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Παπούα — Αναφέρονται και με την εξελληνισμένη μορφή Παπούες. Πληθυσμός της Νέας Γουινέας. Το όνομά τους προέρχεται από το μαλαϊκό πουάχ πουάχ, δηλαδή κατσαρά μαλλιά, επειδή έχουν χαρακτηριστική κόμη, που διακρίνει καθαρά τους Π. από τους μογγολικούς… … Dictionary of Greek
αγριόπαπια — Είδος χηνομόρφων πτηνών της οικογένειας των ανατιδών. Την ίδια ονομασία έχουν και άλλα συγγενικά είδη που ανήκουν κυρίως στο ίδιο γένος (νήσσα). Το σώμα τους έχει μήκος γύρω στα 0,5 μ. Το βάρος τους είναι περίπου 1 1,5 κιλό. Χαρακτηρίζονται από… … Dictionary of Greek
αντίδι — Φυτό ποώδες της οικογένειας των συνθέτων. Τα παράρριζά του σχηματίζουν σφαιρικό ρόδακα από το κέντρο του οποίου αναπτύσσεται ο ανθοφόρος βλαστός ύψους μέχρι 1 μ., με άνθη κυανά ή λευκά. Κατάγεται από τη μεσογειακή ζώνη, ή ίσως και από την Ινδία,… … Dictionary of Greek
αυθυποβάλλομαι — υφίσταμαι αυθυποβολή*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυθ (πρβλ. αυτο ) + υποβάλλομαι. Ο τ. αυθυποβάλλεσθαι μαρτυρείται για πρώτη φορά το 1891 από τον Ορέστη Κατσαρά στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
κατσαρομάλλης — α, ικο, θηλ. και κατσαρομαλλούσα αυτός που έχει κατσαρά μαλλιά, σγουρομάλλης … Dictionary of Greek
κατσαρός — I Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος. Οπλαρχηγός από τη Σπάρτη. Πήρε μέρος και διακρίθηκε σε επιθέσεις εναντίον του Ιμπραήμ. 2. Αθανάσιος. Φιλικός και προύχοντας της Κυπαρισσίας. Πρωτοστάτησε στην παράδοση του Νεόκαστρου το 1821 και εξελέγη … Dictionary of Greek
μαρούλι — Ποώδες φυτό της οικογένειας των συνθέτων (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική ονομασία του είναι Lactuca sativa. Φέρει πολυάριθμα πλατιά ωοειδή φύλλα, τα κατώτερα από τα οποία σχηματίζουν παράρριζο ρόδακα, ενώ τα ανώτερα είναι πυκνά διατεταγμένα γύρω… … Dictionary of Greek
ουλοκίκιννα — οὐλοκίκιννα, τὰ (Α) (ποιητ. τ. αντί οὖλοι κίκιννοι) τα κατσαρά τσουλούφια. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (II) «σγουρός» + κίκιννος «τσουλούφια αλόγων»] … Dictionary of Greek
ουλοξανθόκομος — οὐλοξανθόκομος, ον (Μ) αυτός που έχει κατσαρά ξανθά μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (II) «σγουρός» + ξανθόκομος] … Dictionary of Greek
ουλοποιός — οὐλοποιός, όν (Α) (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ οὐλοποιά οι προετοιμασίες για να κάνει κάποιος τα μαλλιά κατσαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (ΙΙ) «σγουρός» + ποιός*] … Dictionary of Greek